sólio - ορισμός. Τι είναι το sólio
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι sólio - ορισμός

CADEIRA LUXUOSA ONDE SE SENTA MAJESTADES OU IMPERADORES
Sólio; Entronizado; Entronização
  • O trono de [[Napoleão]].

sólio         
sm (lat soliu)
1 Assento real; trono.
2 Cadeira pontifícia.
3 O poder real
S. estelífero, poét: o céu
S. pontifício: a cadeira de São Pedro; o poder papal.
Sólio         
m.
Assento real.
Throno.
Cadeira pontifícia.
Fig.
O poder real.
(Lat. "solium")
entronização         
sf (entronizar+ção)
1 Ato ou efeito de entronizar.
2 Ato ou efeito de glorificar ou de elevar à suprema dignidade.
3 Cerimônia religiosa, em que se benze, numa casa de família ou num local público, a imagem ou estampa do Sagrado Coração de Jesus, do Sagrado Coração de Maria ou o crucifixo.

Βικιπαίδεια

Trono

O trono ou sólio é um assento elevado em que se senta o soberano em ocasiões solenes. É símbolo da forma monarquista de governo. Ao referir-se a um trono, pode também entender-se, através duma figura de linguagem, posição máxima ou de poder, como na frase Ele irá assumir o trono.